Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΜΑΣ

Του αδ:. Μ:.Κ:.Π:. 18ο
Είναι σαφές σήμερα ότι βιώνουμε κρίση σε όλα τα επίπεδα στην χώρα μας, πρωταρχικά όμως κρίση αξιών. Βεβαίως δεκαετίες τώρα παραδεχόμαστε σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις ότι η κοινωνία μας πάσχει από τη γενίκευση του ατομικισμού, από την αμφισβήτηση των θεσμών, από την έλλειψη αλληλεγγύης και κοινωνικής συνείδησης και από αμοιβαία καχυποψία των πολιτών μεταξύ τους, αλλά και προς το κράτος, όπως και του ιδίου του κράτους προς τους πολίτες. Όλα αυτά μαζί και άλλα, τα οποία εκ παραδρομής δεν αναφέρουμε, αποτελούν παθογένειες διαβρωτικές κατ’ αρχήν και διαλυτικές στη συνέχεια για την κοινωνία μας αλλά και την πολιτεία μας εν γένει. Η κρίση αξιών έφερε τελικώς την επίπλαστη κρίση ιδεολογιών, την κρίση θεσμών, την κρίση πίστης και εμπορίου, την κρίση στην οικονομία.

Σήμερα έχουμε αρχίσει να βιώνουμε τα επίχαιρα της πολυσχιδούς αυτής κρίσης. Περπατώντας κανείς στους δρόμους διαισθάνεται στην ατμόσφαιρα ότι η χώρα βρίσκεται σε παρακμή. Αντικρίζει τα κατσουφιασμένα πρόσωπα των δημοσίων υπαλλήλων, η πλειονότης των οποίων κατέκτησε την πολύτιμη θεσούλα του στο δημόσιο με οικογενειακή παρέμβαση ή με παρέμβαση του σογιού του και στη συνέχεια διεύρυνε τα εργασιακά του δικαιώματα και τις απολαβές του με σειρά απεργιακών κινητοποιήσεων στις οποίες αισθανόταν υπερήφανος να συμμετέχει ή και να πρωτοστατεί, χωρίς να υπολογίζει την ταλαιπωρία των πολιτών τους οποίους είχε ορκισθεί να υπηρετεί.

Περπατώντας στο δρόμο οσφραινόμαστε την μιζέρια, την απογοήτευση, την έλλειψη ελπίδας και ονείρου. Βλέπουμε τους μαγαζάτορες όρθιους στις εισόδους των καταστημάτων τους αναμένοντας τον πρώτο πελάτη εναγωνίως και παρακολουθώντας τους δεκάδες γερασμένους περαστικούς, οι οποίοι με την σειρά τους παρακολουθούν τους μαγαζάτορες – κάπως χαιρέκακα, είναι η αλήθεια – και κυρίως τις μίζερα διακοσμημένες βιτρίνες των καταστημάτων. Καμμία σχέση με την παλιά εικόνα του μαγαζάτορα, ο οποίος καθισμένος στο βάθος του καταστήματός του δεν έδινε σημασία στον περαστικό, μα και ούτε στον πελάτη ο οποίος εισερχόταν στο κατάστημα, σαν να του έδινε σήμα ότι «Αγοράσεις, δεν αγοράσεις, δεν με απασχολεί. Άμα σου κάνει, αλλιώς δίνε του».

Η χώρα έπαψε μετά το ’40 να έχει κοινή ψυχή, κοινή ψυχολογία. Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ο καθένας μας απορροφήθηκε στην προσπάθεια για υλοποίηση του δικού του ονείρου και για κοινωνική ανέλιξη, αφού υπήρχε τότε κοινωνική κινητικότητα. Το ’70 υπήρχε ο φόβος του κράτους και του δυσώνυμου «εθνοσωτηρίου» καθεστώτος και η προσπάθεια διατήρησης των κεκτημένων. Το ’80 μας «χτύπησε» την πόρτα το απαξιωμένο, το παραγνωρισμένο κομμάτι της κοινωνίας μας και εμείς του ανοίξαμε, το περάσαμε στο σαλόνι και του δώσαμε να καθίσει στην θέση του οικοδεσπότη. Οι δεκαετίες του ’90 και του 2000, ήσαν δεκαετίες αφασίας ουσιαστικά και φραστικής διαμάχης μεταξύ των «σκληρών» ρητόρων του λεγόμενου «νεοφιλελευθερισμού» από τη μια, οι οποίοι στην πράξη δεν τόλμησαν να υλοποιήσουν τις ρηξικέλευθες προτάσεις τους, και των σκληροτράχηλων συνδικαλιστών από την άλλη, οι οποίοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επέβαλαν ως σήμερα την πραγματικότητά τους.

Σήμερα καλείται μια ίδια κυβέρνηση, με σχεδόν το ίδιο στελεχιακό δυναμικό, προερχόμενη από το ίδιο πολιτικό σύστημα, ψηφισμένη από τους ίδιους ανθρώπους, με την ίδια νοοτροπία, να υλοποιήσει μιαν εντελώς διαφορετική πολιτική και να μας οδηγήσει απότομα και τραυματικά σε μιαν εντελώς διαφορετική Ελλάδα. Όμως το πλήρωμα του σκάφους δεν έχει συνειδητοποιήσει τι έχει ο καπετάνιος στο μυαλό του, δεν ξέρει προς τα πού έβαλε το πλοίο ρότα, δεν έχει καμμία διάθεση να ακολουθήσει σε τελική ανάλυση και ήδη βρίσκεται στην διαδικασία λήψεως της απόφασης ότι δεν πρόκειται να βοηθήσει στην νέα αυτή διαφαινόμενη πορεία.

Και όλα αυτά πρέπει να τοποθετηθούν έτσι αδρά, όπως αποδόθηκαν ως τώρα, σε μια χώρα βαλμένη από τον Θεό ανάμεσα σε αλλόπιστους γείτονες, άπληστους, πονηρούς και χωρίς ειλικρινή διάθεση συνεργασίας και συμβίωσης. Όλα αυτά πρέπει να τοποθετηθούν σε μια ρευστή διεθνή πραγματικότητα, όπου η πρώην μόνη υπερδύναμη χρωστάει στην ανερχόμενη και κομμουνιστική Κίνα, η πρώην παρηκμασμένη Ρωσία, αναδύεται ως η κυρίαρχος του ενεργειακού παιχνιδιού. Οι περιφερειακές δυνάμεις Κίνα και Ινδία ετοιμάζονται πυρετωδώς για το μέλλον. Οι πρώην κοσμοκράτειρες ευρωπαϊκές χώρες, έχοντας δώσει στον εαυτό τους μιαν ακόμη ευκαιρία, ίσως την τελευταία, με την σύμπηξη της «Ευρωπαϊκής Ενώσεως», στην οποία δεν δέχθηκαν την Τουρκία από φόβο, κλοτσούν τώρα την ευκαιρία αυτή με την Γερμανία να τραβάει πρώτη αυτοκαταστροφικά την άκρη της και με την «Ένωση» να μένει εν τοις πράγμασι κενό γράμμα, έχοντας απογοητεύσει όσες χώρες ή πολίτες πίστεψαν σε αυτήν και στις προοπτικές της. Όλα αυτά πρέπει να τοποθετηθούν σε ένα φόντο ανεργίας, υπογεννητικότητας και αύξησης των γερασμένων – σωματικά και διανοητικά – πολιτών, κατακλυσμού της χώρας από αρίφνητα στίφη μεταναστών νομίμων ή λαθραίων, αλλοπίστων στην συντριπτική τους πλειονότητα.

Ποιος, αν ερωτάτο μες την ευτυχία του ’87 ή του ’88 ή και του ’98, θα δεχόταν ότι λίγα χρόνια μετά η χώρα θα βρισκόταν αβοήθητη ουσιαστικά να βουλιάζει στα χρέη και να τελεί υπό διάλυση κοινωνική, πολιτιστική, πολιτειακή, οικονομική; Και όμως η κατάρρευση, ιδού, έρχεται πολύ πιο απότομα και πολύ πιο άμεσα και εύκολα σε σχέση με την ανάκαμψη ή την ανάπτυξη.

Βεβαίως εδώ δεν επιθυμώ, περιγράφοντας έτσι ζωηρά την πραγματικότητα που όλοι βιώνουμε, να κάνω κήρυγμα απαισιοδοξίας ή καταστροφολογίας. Είναι γνωστό πως στην σύγχρονή μας εποχή τα κράτη δεν εξαφανίζονται λόγω οικονομικής κρίσης. Είναι γνωστό πως δεν καταρρέουν τα σύγχρονα κράτη έτσι εύκολα όπως γινόταν με τα κράτη της Αρχαιότητας, του Μεσαίωνα ή της Αναγέννησης. Η αρχή της παγκόσμιας σταθερότητας επιβάλει να στηριχθεί το κράτος μας όσο είναι δυνατό εξωτερικά, αλλά κυρίως εσωτερικά. Κοινώς μόνοι μας πρόκειται να βγάλουμε τα κάστανα από τη φωτιά, έστω και αν υποστούμε εγκαύματα δευτέρου βαθμού.


Και εδώ ακριβώς υπεισέρχεται το χρέος του θεσμού μας. Χρέος βαθύ και εσωτερικό, όπως εσωτερικός είναι και ο ίδιος ο θεσμός μας, παρά τα εντυπωσιακά εξωτερικά του γνωρίσματα (μεγαλειώδεις τίτλοι και προσφωνήσεις, λαμπρές τελετές, εντυπωσιακά μέγαρα). Ο σκοπός ύπαρξης του Τεκτονισμού δεν είναι σωτηριολογικός. Αυτή τη σπουδαία αποστολή έχουν τα θρησκεύματα. Ο σκοπός του Τεκτονισμού είναι ηθικός και όλες του οι λειτουργίες είναι υποβοηθητικές της προσπάθειας του ανθρώπου για ηθική βελτίωση. Ταυτοχρόνως βέβαια ο Τεκτονισμός είναι αποδεδειγμένο ότι λειτουργεί και ως φορέας εσωτερικών αληθειών της ανθρωπότητας, τις οποίες ο μυημένος ανάλογα με την δική του προσπάθεια συνεχώς ανακαλύπτει, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Το εσωτερικό χρέος του θεσμού μας είναι διττής φύσεως. Πρωταρχικά μας δεσμεύει η ίδια η εθνική ιστορία του ελληνικού Τεκτονισμού. Ο ελληνικός Τεκτονισμός, αν και ποτέ δεν κομματίστηκε, υπήρξε όμως πάντοτε ενεργός πολιτικά. Πολλές φορές ακόμη και σήμερα δημιουργείται μια επικίνδυνη σύγχυση ακόμα και σε έμπειρα μέλη του θεσμού μας. Ταυτίζεται η έννοια πολιτικός (political) με την έννοια κομματικός (partial < political party), με αποτέλεσμα να δυσφορούν κάποιοι όταν αναπτύσσονται πολιτικά ζητήματα. Όμως είναι σαφές ότι ο θεσμός μας είναι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βαθύτατα πολιτικός, ενώ την ίδια ώρα αποφεύγει συστηματικά και με ζήλο την ανάμειξη σε κομματικές έριδες ή ιδεολογικές διαμάχες (π.χ. μαρξισμός-καπιταλισμός, άμεση ή έμμεση δημοκρατία, προεδρευόμενη ή βασιλευόμενη κ.τ.τ.). Και είναι πολιτικός και από την ρητορεία των τυπικών του, όπου σε σημαντικές στιγμές του ετήσιου κύκλου εργασιών κάθε Στοάς υπενθυμίζεται η προτροπή προς τους αδελφούς να είναι πιστοί στην έννομη τάξη και το πολίτευμα της χώρας, προπόσεις εγείρονται στο όνομα του ανωτάτου άρχοντος και του πολιτικού κόσμου της χώρας και ρητά τονίζεται η αντίθεση του θεσμού με κάθε είδους κοινωνικό ή πολιτικό-ανατρεπτικές τακτικές. Αλλά και δομικά είναι βαθιά πολιτικός ο Τεκτονισμός, αφού βοηθώντας άτομα να βελτιώσουν τον εσωτερικό τους άνθρωπο και καλλιεργώντας τους το αίσθημα της ευθύνης και του χρέους έναντι του συνανθρώπου, παραδίδει κατά βάσιν στην κοινωνία άτομα έντονα πολιτικοποιημένα και απολύτως χρήσιμα για την εν γένει λειτουργία και του πολιτεύματος, αλλά κυρίως των κοινωνικών δομών.

Έτσι, ενώ ο Τεκτονισμός καθαρά ως θεσμός δεν πήρε θέση υπέρ σχεδόν καμμιάς εθνικής υπόθεσης (με τις εξαιρέσεις του μακεδονικού αγώνα και της μικρασιατικής εκστρατείας), είχε όμως προετοιμάσει πολλές από τις προσωπικότητες εκείνες αγωνιστών οι οποίοι έδωσαν ακόμη και την ζωή τους και πιο συχνά την περιουσία τους ή την οικογενειακή τους γαλήνη προς όφελος της εκάστοτε εθνικής υπόθεσης. Έτσι έγινε με τους Τέκτονες της Επτανήσου κατά την επανάσταση του 1821, αλλά και προ και μετά αυτής. Έτσι έγινε με τους αδελφούς της Κωνσταντινούπολης οι οποίοι ήσαν οπαδοί της ιδέας του εξελληνισμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έτσι λειτούργησαν οι αδελφοί της Σμύρνης και κατά την μικρασιατική εκστρατεία, αλλά και μετά την κατάρρευση και την καταστροφή.

Ο θεσμός λοιπόν και λεκτικά και ουσιαστικά μας προτρέπει να δραστηριοποιηθούμε. Παράλληλα, όμως, υπάρχει και το ατομικό χρέος κάθε Τέκτονος, ο οποίος θα κληθεί να λογοδοτήσει στο τέλος στην ίδια του την συνείδηση. Οι Τέκτονες καλούνται να υπηρετήσουν με όλη τους την ψυχή την εθνική αναγέννηση, όπως ο καθένας νομίζει, όπως ο καθένας μπορεί. Ο Τέκτων δεν είναι δυνατόν να ιδιωτεύσει και «να τραβήξει την άκρη του». Είναι χρέος του να προσπαθήσει να κάνει τη διαφορά. Πρώτος στην πίστη προς την πατρίδα. Πρώτος στην εφαρμογή των νόμων. Πρώτος στην αυστηρή και αδιαπραγμάτευτη καταδίκη της ευκολίας, η οποία γεννά την αδιαφορία (ωχαδελφισμός), την παρανομία, τον ατομικισμό και τελικά οδηγεί σε κοινωνική αποσύνθεση και κατάρρευση των δομών της χώρας. Ο Τέκτων είναι καταδικασμένος να σκέπτεται πολιτικά. Είναι υποχρεωμένος να εξεύρει λύσεις στα πολιτικά και τα κοινωνικά αδιέξοδα. Είναι εσωτερικά δεσμευμένος να μεταδώσει και στους αμυήτους το πάθος του για τον Τόπο, την αισιοδοξία του για το μέλλον, την ροπή του προς την εργατικότητα, την αφοσίωσή του στις αρχές της οικογένειας και της πίστεως στον Θεό. Ο Τέκτων δεν μπορεί να εμφανίζεται ως μια αλητήρια μορφή «παρτάκια». Αν είναι τέτοιος, δεν είναι Τέκτων. Αποτελεί βαρίδι για τον θεσμό μας, βάρος για την κοινωνία, σκόνη στην πλάτη της γης.

Λοιπόν εν προκειμένω στην σημερινή κατάσταση κρίσης που βιώνει αξιοπρεπώς ακόμη η χώρα μας, ο Τέκτων είναι σίγουρα ανάμεσα σε εκείνους που πρώτοι και καθαρότερα από πολλούς αντελήφθησαν τις διαστάσεις των προβλημάτων και τα αίτια των φαινομένων παρακμής. Πρώτη του μέριμνα να σκεφθεί ώριμα, να αποφασίσει ποια στάση ενδείκνυται να τηρήσει ο ίδιος με γνώμονα το συμφέρον του τόπου, να διαρρήξει οριστικά τους όποιους δεσμούς του με ανθρώπους ανεύθυνους, διεφθαρμένους, ανώριμους. Έπειτα ο Τέκτων πρέπει να εργασθεί σκληρά στο πεδίο του, έχοντας την απόλυτη βεβαιότητα ότι με τον τρόπο αυτόν βοηθάει ασφαλώς την εθνική υπόθεση. Αν πρόκειται για επιχειρηματία, έμπορο, υπάλληλο, τεχνίτη, ο Τέκτων πρέπει να συνεχίσει ή να μάθει να εργάζεται σκληρά. Σκοπός του η αύξηση της παραγωγής, η παροχή ποιοτικών υπηρεσιών, η χρέωση των υπηρεσιών αυτών με αίσθημα ευθύνης. Οι ώρες τώρα δεν προσφέρονται για γκρίνιες και οργισμένη αναζήτηση ευθυνών. Άλλωστε κατά μία άποψη, που ασπάζομαι, λίγο πολύ είμαστε «όλοι υπεύθυνοι για όλα» και «η δημοκρατία είναι το πολίτευμα της ευθύνης». Οι ώρες απαιτούν περισυλλογή, εργατικότητα, σοβαρότητα. Τέλος ο Τέκτων έχει χρέος να μεταδώσει αυτές τις αρχές τους αμύητους. Ο συμπολίτης πρέπει να ενημερωθεί για την σοβαρότητα της κατάστασης και την κρισιμότητα των ημερών. Ο συμπολίτης πρέπει να αντιληφθεί ότι δεν γίνεται να συνεχίσουμε ως χώρα να ζούμε όπως ζούσαμε παράγοντας όπως παρήγαμε. Ο συμπολίτης πρέπει να νουθετηθεί ως πολίτης υπεύθυνος και να κατανοήσει ότι αν ο ίδιος δεν πάρει την κατάσταση στα χέρια του, αλλάζοντας αρχικά την ίδια την νοοτροπία ευκολίας, που είχε ως τώρα, τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει.

Αυτά όλα αποτελούν το σημερινό χρέος του θεσμού μας κατά την γνώμη μου. Και αν δεν αναληφθεί με γενναιότητα το χρέος αυτό από όλους μας, τότε θα έχουμε μόνοι μας μετατρέψει τον θεσμό μας σε μουσειακό είδος. Θα έχουμε μετατρέψει τον Τεκτονισμό σε θλιβερό παρατηρητή των γεγονότων και ουρά των εξελίξεων. Έτσι δεν θα καταφέρουμε παρά να απαξιώσουμε σε τελική ανάλυση τους ίδιους μας τους εαυτούς ως μέλη μιας τέτοιας άχρηστης (useless) πλέον οργάνωσης. Πρέπει να σκεφθούμε και σοβαρά να αποφασίσουμε πώς θα μας βρει η αμέσως επόμενη ημέρα, μετά την κρίση, όποτε και αν έρθει αυτή. Θα στέκουμε σε ολιγομελείς, θλιβερές Στοές, μόνοι και απαξιωμένοι καμώνοντας τους ένδοξους συνεχιστές μιας λαμπρής, μακραίωνης παράδοσης ή θα είμαστε περήφανοι για την έμπρακτη συμβολή μας στις παντοειδείς προσπάθειες για εθνική ανάταση και οριστική έξοδο από την κρίση, μέσα σε πολυπληθείς, ισχυρές και άλκιμες Στοές με παρελθόν, παρόν και πολλά υποσχόμενο μέλλον; Το ερώτημα στέκει αδυσώπητο και περιμένει από όλους μας σοβαρή και υπεύθυνη απάντηση όχι στα λόγια, αλλά με έργα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: