"Ας πούμε τώρα λίγα πραγματάκια για τη Μύηση...
Φοβερά και τρομερά πράγματα υποτίθεται ότι συμβαίνουν στη διαδικασία της μύησης. Αν είναι να πιστέψει κανείς τους καλεσμένους του Χαρδαβέλλα ή την κα Ελένη Λουκά, θα έπρεπε να περιμένω να πιω αίμα νεογέννητου, να κάνω σπονδές στο Σατανά, να διακορεύσω καμμιά παρθένα που περνούσε ξέπουρλη έξω από τη Στοά και να κάνω τη μυστική χειραψία με τους Σιωνιστές της Βουρβουρούς Χαλκιδικής.
Φυσικά, δεν έλειπε και η διάθεση πλάκας εκ μέρους των μελλοντικών αδελφών μου. “θα δεις τι έχεις να τραβήξεις κακομοίρη”, “θα σε λιανίσουμε στο ξύλο”, “θα δεις το Χριστό φαντάρο” και όλα τα σχετικά με την καζούρα που τραβάει στο Στρατό μια παλιοσειρά σε ένα ψάρακα που εμφανίζεται στο τάγμα του με τα αυτοκόλλητα χαρτάκια ακόμα επάνω στη στολή του.
Οι πιο ψύχραιμοι, μου είπαν απλά να προσπαθήσω να ευχαριστηθώ την εμπειρία, γιατί είναι κάτι το μοναδικό και κρύβει μέσα της πολλούς συμβολισμούς.
Αναπαράσταση μύησης από κινηματογραφική ταινία. |
Τέλος πάντων, κάποια στιγμή με πήρε ο υπεύθυνος τηλέφωνο και μου είπε “την τάδε μέρα και ώρα να είσαι στη Στοά με μαύρο κουστούμι, μαύρα παπούτσια, μαύρη γραβάτα και λευκό πουκάμισο”... Κανονικός Man in Black δηλαδή, αν έχετε δει την ταινία. Μόνο το μαύρο γυαλί μου έλειπε βραδυάτικα...
Ετσι, ο φίλος σας έκανε την εμφάνισή του την καθορισμένη ώρα, μαζί με άλλα δύο παλληκάρια που θα περνούσαν κι αυτά την ίδια δοκιμασία. Μας πήρανε και μας βάλανε να καθόμαστε μόνοι μας, σαν τους ψωριάρηδες, σε ένα διάδρομο και να περιμένουμε.
Κάποια στιγμή σκάει μύτη ένας τύπος με μια μαύρη ρόμπα και κουκούλα, φτυστό αρνητικό της Κου Κλουξ Κλάν και με μπαγλαρώνει χωρις να λέει τίποτα, μου δένει τα μάτια, με πιάνει από τα δύο μου χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη μου και δήθεν σπρώχνοντάς με βίαια (και προσέχοντας ταυτόχρονα μην του σκοντάψω και σκάσω κάτω σαν καρπούζι) αρχίζει να με περιφέρει στους διαδρόμους, αλλάζοντάς μου πορεία για να με μπερδέψει. Εγώ στο μεταξύ πήρα πρέφα ποιος ήταν (ένα φιλαράκι που τα πίναμε μαζί το καλοκαίρι), αλλά έβγαλα μούγγα στη στρούγκα και έπαιξα το ρόλο μου.
Με τα πολλά με έμπασε σε ένα δωματιάκι που έμοιαζε με δοκιμαστήριο καταστήματος στο εντελώς μαύρο του και με παλούκωσε σε μια καρέκλα μπροστά σε ένα τραπεζάκι. Μου έλυσε τα μάτια και μου έδωσε ένα φύλλο χαρτί και ένα μολύβι να γράψω και σηκώθηκε και έφυγε (μάλλον για να περιλάβει τους άλλους μαντραχαλάδες που περιμένανε).
Αναπαράσταση ορκοδοσίας νεομύητου από ξυλογραφία του 19ου αιώνα. |
Πριν φύγει μου έδωσε και ένα βελούδινο σακκουλάκι (μάλλον από ουίσκυ Johnny Walker Black Label ήταν) και μου ψυθίρισε να βάλω μέσα του όλα τα μεταλλικά αντικείμενα και τα νομίσματα που είχα επάνω μου.
Πάνω στο τραπέζι ήταν ένας ψεύτικος κόκκορας, ένα κρανίο με ένα φωτάκι μέσα του, ένα κερί που έκαιγε και κάτι πιατάκια που είχαν μέσα αλάτι και θειάφι, μια κλεψύδρα και ένα κομμάτι ψωμί.
Στον τοίχο ήταν κάποιες πινακίδες που έγραφαν τα παρακάτω:
Γνώθι σαυτόν
Μην προχωρήσης αν εις την ψυχήν σου υπεισέλθη τρόμος
Απελθε, αν εκ περιεργείας προσήλθες
Αποχώρησον, αν έχης το συμφέρον ως πυξίδα του βίου σου
Δυστυχής θα είσαι παρ'ημίν, αν δυσανασχετής, ακούων αποκαλυπτόμενα τα ελαττώματά σου
Θα είσαι ευτυχής εν μέσω ημών, αποφεύγων την υποκρισίαν και αναμιμνισκόμενος ότι είσαι θνητός
Οι συμβολισμοί που εμπεριέχονται εδώ λοιπόν, είναι προφανείς στον αναγνώστη. Ο μυούμενος πρέπει να αναλογιστεί το πέρασμα του χρόνου, τη θνητότητά του και μέσα στο σκοτάδι να αναλογιστεί “το Χάος από το οποίο προήλθε το μορφικόν Είναι της Φύσεως” (η Τάξις, δηλαδή, της Τεκτονικής φρασεολογίας).
Το χαρτί είναι η Κοινωνική Διαθήκη του μυούμενου και περιέχει τις ακόλουθες ερωτήσεις που πρέπει να απαντηθούν γραπτά και να υπογραφούν:
Τίνα τα προς τον Θεόν καθήκοντά σου;
Τίνα τα προς τον πλησίον, την Πατρίδα και την οικογένειαν;
Τίνα τα προς σεαυτόν;
Πίνακας Χαράξεως Α΄ Βαθμού. |
Σαν καλό παιδί λοιπόν, συμπλήρωσα τη διαθήκη μου, και κάθισα να χαζεύω το κρανίο που με κοιτούσε με τη σειρά του με πονηρό και ελαφρά ειρωνικό ύφος (“άλλο ένα στραβάδι που μας επισκέπτεται”).
“Τι κοιτάς ρε μπάρμπα, δεν έχεις ξαναδεί άλλο ψάρακα εδώ μέσα;”
“Εχω δει παλληκάρι μου, αλλά δεν παύει να έχει πλάκα το θέμα”
“Και γιατί αυτό;”
“Ε, να, θυμάμαι τα δικά μου”
“Δηλαδή;”
“Να, τη δική μου μύηση”
“Δικός μας είσαι;”
“Ε, τι, θα με διορίζανε αλλοιώς εδώ;”
“Ααααα, μάλιστα! Και δε μου λές, είσαι πολλά χρόνια εδώ;”
“Εννοείς ζωντανός ή πεθαμένος;”
“Και τα δύο”
“Να σου πω...μμμμμμ.... μακαρίτης είμαι καμμιά πενηνταριά χρόνια. Ζωντανός ήμουν εδώ μέσα άλλα πενήντα”
“Τι μου λες, ρε μπάρμπα!!! Πρέπει να ήσουν υψηλόβαθμος δηλαδή”
“Αμέ!!! Ενδοξότατος, Κραταιός και Σοφότατος. Σαράντα περιζώματα άλλαξα εδώ μέσα, που λέει ο λόγος, άσε τα ιπποτικά που με τη στολή μου έμοιαζα με προσκοπική σκηνή γιατί ήμουν και καλοθρεμμένος, ζωή να'χα!!”
“Και πως ξέπεσες έτσι, να κάνεις το φωτιστικό μέσα στο Διασκεπτήριο;”
“Ατιμη κενωνία! Αλλους τους ανεβάζεις και άλλους τους κατεβάζεις στα Τάρταρα”
“Αυτό από τη Μήτση Κωσταντάρα το πήρες”
“Ναι, αλλά πάει στην περίπτωσή μου, όπως και το “Θα πάω στην Αστραλία να βρω την τύχη μου” της Βασιλειάδου”
“Καλά, καλά, τα λέμε άλλη φορά, ακούω βήματα απ'έξω”
“Αντε, καλή συνέχεια παλληκάρι μου, φιλιά στο Σεβάσμιο, όποτε θες πέρνα για κουβέντα, εγώ εδώ είμαι όλες τις εργάσιμες εκτός Δευτέρας που έχω ρεπό”
“Και που πας τις Δευτέρες”
“Θα το μάθεις στον 33ο βαθμό, μπουχαχαχαχα....ααααα, πριν φύγεις, ξύσε μου λίγο τη μύτη, με τρώει και δεν έχω πια χέρια...”
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε φουριόζος ο Κου Κλουξ Κλάν, ή Δοκιμαστής όπως λέγεται επίσημα. Με κοίταξε λιγάκι με αμφιβολία, βλέποντάς με να ξύνω τη μύτη του κρανίου, αλλά δεν είπε τίποτα. Απλά με μπουζούριασε και πάλι, αφού μου φόρεσε το πανί στα μάτια και άρχισε να με περιφέρει στους διαδρόμους και να με ανεβάζει στις σκάλες μέχρι να βρεθούμε (όπως έμαθα εργότερα) στον προθάλαμο του Ναού (του χώρου που τελεί τις εργασίες της η Στοά). Εκεί μου ζήτησε να βγάλω το σακκάκι, τη γραβάτα, μου ξεκούμπωσε 3 κουμπιά από το πουκάμισο, μου σήκωσε το αριστερό μανίκι και το δεξί παντζάκι, μου έβγαλε το δεξί παπούτσι και με έβαλε να φορέσω ένα πασουμάκι 2 νούμερα πιο μικρό από την ποδάρα μου. Μετά με έβαλε να “κρούσω τη θύρα του Ναού” μία φορά, δυνατά.
Δεν θα υπεισέλθω στο υπόλοιπο Τυπικό που ακολούθησε κατά τη δοκιμασία μου. Εχει να κάνει με την παροχή διαβεβαιώσεων του μυούμενου ότι αποδέχεται τους Κανονισμούς της Σεπτής Στοάς, και με δεμένα μάτια βαδίζει μπροστά από τους αδελφούς του (πλέον) σε ένα συμβολικό μονοπάτι προς την αρετή και την πνευματική τελείωση, ενώ του τονίζεται ότι θα είναι επαίσχυντη πράξη οποιαδήποτε αποκάλυψη των μυστικών του τάγματος (χωρίς απειλές ή άλλες βάρβαρες διαδικασίες που γράφουν οι διάφοροι άσχετοι).
Ουσιαστικά, και πέρα από τις διαδικασίες που κάθε μία τους έχει το δικό της συμβολισμό, η μύηση έχει το συμβολισμό της γέννησης του αμυήτου σε ένα κόσμο πνευματικού φωτός, όπου ο ίδιος και με τη βοήθεια των αδελφών του, θα προσπαθήσει να τελειωθεί πνευματικά και ηθικά.
Κάποια στιγμή ο μυούμενος οδηγείται και πάλι εκτός Ναού, όπου ντύνεται κανονικά και του λύνονται τα μάτια και οδηγείται ενώπιον του Σεβασμίου για την επίσημη διαβεβαίωση. Εκεί του δίνονται και οι οδηγίες της κεράμωσης (πως να αναγνωρίζεται ως Τέκτων, δια του σημείου, της χειραψίας και της μυστικής λέξεως) και φοράει το λευκό περίζωμα του μαθητή και τα λευκά γάντια. Μετά οδηγείται στην κορυφή της στήλης του Βορρά ως τιμώμενο πρόσωπο και του δίνεται ένα ξίφος να κρατάει όσο κάθεται.
Τραπεζαρία για τα δείπνα μετά τις εργασίες. Φωτό από τεκτονικό μέγαρο βορείων προαστίων των Αθηνών, |
Μετά το πέρας των εργασιών, όλοι οι αδελφοί περνούν μπροστά του και του δίνουν τον τριπλό αδελφικό ασπασμό, κάνοντάς τον πλέον αποδεκτό ως αδελφό τους.
Ετσι, τόσο απλά και ωραία, έγινα Τέκτων πριν αρκετό καιρό....απεκδυόμενος τα μέταλλα (χρήματα, όπλα και αξιώματα) και βαδίζοντας εντός του Ναού ταπεινά, όπως πρέπει να πράττει κάθε άνθρωπος στη ζωή του.